- Σικελιωτικός
- Σικελιωτικόςa Sicilian Greekmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σικελιωτικός — ή, ό / σικελιωτικός, ή, όν, ΝΑ, και σικελιώτικος, η, ο, Ν [Σικελιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σικελιώτες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σικελιωτικόν το φυτό ψύλλιον*. κν. γνωστό σήμερα ως αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek
Σικελιωτικόν — Σικελιωτικός a Sicilian Greek masc acc sg Σικελιωτικός a Sicilian Greek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελιωτικῇ — Σικελιωτικός a Sicilian Greek fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελιωτικήν — Σικελιωτικός a Sicilian Greek fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελιωτικῷ — Σικελιωτικός a Sicilian Greek masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελιωτικῶι — Σικελιωτικῷ , Σικελιωτικός a Sicilian Greek masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)